Back to top
ΕΔΑΦΟΣ & ΚΑΤΟΙΚΟΙ

Η θέση του χωριού είναι περίοπτος αφού ευρίσκεται επί μικρού οροπεδίου (κεντρικός μαχαλάς) ανάμεσα σε δύο ποτάμια και δύο βουνά.  Ο δυτικός ποταμός Τορίτσας  πριν την εισβολή του στον Λαγκαβίστα έχει δημιουργήσει ένα φαράγγι  κόβοντας με την χειμαρρώδη ορμή τον χειμώνα τα ασβεστολιθικά πετρώματα της Βελούνας και του Πύργου (κάστρο).   Η απότομη αυτή κοπή των πετρωμάτων του Κάστρου  το έκανε απόρθητο από την Νότια πλευρά του διότι η προσπέλαση σ’ αυτό καθίσταται αδύνατος.
Στο κυρίως χωριό και τους υπόλοιπους μαχαλάδες κτήματα καλλιεργήσιμα σπάνιζαν την εποχή με τον πολύ κόσμο και αυτά τα είχαν για κήπους.  Λίγα μόνο κτήματα τα είχαν με αμπέλια και μάλιστα με την Ιταλική ποικιλία της Ντεμπίνας που την είχαν φέρει προπολεμικά στην περιοχή. Κάθε σπίτι λόγω του άγονου εδάφους εφρόντιζε (φρόντιζε) το παλιό καιρό να έχει και λίγα φρούτα και μάλιστα  σπανίων ποικιλιών για της ανάγκες της οικογένειας. Τα μόνα που ευδοκιμούσαν ήταν συκιές, αχλαδιές και κλήματα.  Ποικιλίες όπως σταφύλια αυγουλάτα και κολοκυθάδες,  αχλάδια μακρυνόρα και κιτεράπιδα , σταχτόσυκα και περδικούλια σύκα έχουν σχεδόν εκλείψει  και τα νοσταλγούμε.

Όλοι οι Γαρδικιώτες είχαν Χωράφια στον κάμπο της δυτικής πλευράς του ποταμού Λαγκαβίστα.  Ο Κάμπος περίπου 3.000 στρεμμάτων είχε ιδιοκτησίες εκτός των Γαρδικιωτών,  και Κεφαλοχωρίτες, Λιστινούς και Βορτοπίσιους.   Αυτά τα χωράφια  ήταν ο πλούτος των χωριανών αφού με το καλαμπόκι που έσπερναν με αρχέγονους τρόπους  (ξύλινα αλέτρια κλπ.)  αποκόμιζαν τον  επιούσιον άρτον που δεν ήταν άλλο από την Μπομπότα (Βοσβόκω)

Τα πιο πάνω δεν έφταναν για να κρατηθούν στο χωριό .οι κάτοικοι του,  για τούτο ασχολήθηκαν και με την κτηνοτροφία και κυρίως με γίδια. Η βόρεια πλευρά της Βελούνας  (στο Γαρδικιώτικο) γέμιζε από τα κοπάδια των γιδιών  που με το κτύπημα των κυπριών  έφερναν ένα όμορφο αντίλαλο μουσικής μέχρι το Κάστρο.

Επειδή τα εργατικά χέρια για τις οικογένειες ήταν πολύτιμα  για να μην απασχολείται ένα μέλος από κάθε οικογένεια για την βοσκή και φύλαξη των γιδιών,  είχε ανακαλυφθεί  από τότε  ο κτηνοτροφικός συνεταιρισμός.  Η φύλαξη των γιδιών ανά σόι γινόταν από ένα μόνο βοσκό από το σόι με την σειρά. Την μια μέρα  της μιας οικογένειας την επόμενη της  άλλης και ούτως το καθεξής. Έτσι οι υπόλοιποι μπορούσαν να ασχοληθούν και με άλλες δουλειές.

Με τον ίδιο συνεταιριστικό τρόπο δούλευαν στο μάζεμα και το ξέφλο του καλαμποκιού. Έτσι απεύφεγαν να πληρώνουν εργατικά πράγμα πολύ δύσκολο για εκείνες τις εποχές. Υπήρχε μεγάλη αγάπη μεταξύ των χωριανών και η προθυμία για αυτές της συνεταιριστικές σχέσεις ήταν πολύ μεγάλη και αυτές οι συγκεντρώσεις κυρίως στον ξέφλο έδενε σφιχτά της χωριανούς όπου με τραγούδια όλη την νύχτα, ιστορίες , ανέκδοτα  περνούσε η ώρα ευχάριστα. Μάλιστα λέγεται ότι τα περισσότερα προξενιά γινόταν τέτοιες ώρες ευχάριστης συνεργασίας.

Υπήρχε πάντοτε κοινωνική αλληλεγγύη  για την αντιμετώπιση κοινών αναγκών.  Πάντοτε αντιμετώπιζαν από κοινού τα προβλήματα του χωριού ή με προσωπική εργασία,  για να βρούν χαμένο βιός  και  αλληλοδάνιζαν βόδια για το όργωμα (έκαναν τον λεγόμενο σέμπρο).
Τέλος για τις διαφορές μεταξύ των χωριανών υπήρξε τυφλή υπακοή στις αποφάσεις των  γερόντων του χωριού ως επίσης στον καθορισμό εισφορών για τις εκκλησίες, το σχολείο και ότι άλλο προέκυπτε.
Το χωριό μας είχε και ένα καφέ-παντοπωλείο στο ισόγειο του δημοτικού σχολείου όπου πολλοί από τους χωριανούς πέρασαν σαν ενοικιαστές.  Ο τελευταίος που τον πρόλαβε και ο γράφων ήταν ο Πανγιώτης Λάππας.
Για το άλεσμα του καλαμποκιού στο χωριό υπήρχαν δύο νερόμυλοι. Ο ένας των αδελφών Αποστόλη, Θανάση, Θωμά και Φώτη Αθανασόπολου πού βρισκόταν στην θέση Λεύκες του Μαυρόκαμπου και ο δεύτερος του Μήτση Λάππα στα Λαππάτικα.

Δυστυχώς και οι δύο έχουν ερειπωθεί, γίνονται δε πρόσφατα ενέργειες για την αναπαλαίωση του πρώτου εξ αυτών.

Επίσης την μεταπολεμική εποχή ο Μήτση Λάππας είχε στον μαχαλά του και ασβεσταριά.

Εκτός των  πιο πάνω ασχολιών κάθε νοικοκυρά  διατηρούσε στο σπίτι της και κότες για να βελτιώσει τα  έσοδα. Αλλά δυστυχώς κάθε μέρα σχεδόν άκουγες για την παρουσία της αλεπούς ή της νυφίτσας  που πίκραινε της νοικοκυρές.
Πολλά έκανε κάθε σπίτι  για να καλυτερέψει  την ζωή του αλλά δυστυχώς και πάλι αυτά δεν ήταν αρκετά  Να μην ξεχνάμε ότι οι οικογένειες εκείνο τον καιρό ήταν πολυμελείς  και χρειάζονταν πιο  πολλά έσοδα.

Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στις ηρωίδες νοικοκυρές του χωριού εκείνης της εποχής που εκτός των πιο πάνω ασχολιών   έκαναν ξύλα (έκοβαν) για της ανάγκες του τζακιού το χειμώνα  και ζαλικωμένες τα μετέφεραν στο σπίτι,  στο δρόμο για τα ξύλα  και στην επιστροφή αν και ήταν ζαλικωμένες  με βαριά φορτία,  για να κερδίσουν χρόνο έπλεκαν με τις βελόνες τσερέπια και φανέλες για της φαμίλιες τους.  Εκτός των  άλλων εζαλόνοντο και της βαρέλες για να φέρουν το νερό στο σπίτι από τα λιγοστά πηγάδια του χωριού σχεδόν επί καθημερινής βάσης.  Σ’ αυτές της ηρωίδες γυναίκες του χωριού υποκλινόμεθα εμείς οι απόγονοι και τις ευγνωμονούμε διότι σ’ αυτές στηρίχτηκαν όλα τα σπιτικά του χωριού μας και επέζησαν.

Το χωριό ήταν από τα παλιά  με ολιγοστά νερά για τις πρώτες ανάγκες των κατοίκων. (Δύο πηγάδια Πίτσικα και Κατσαμπά  και μια φυσική πηγή  του Γλύφα εξυπηρετούσαν τον πάνω μαχαλά. Στον μεσαίο μαχαλά η πηγή του Βασίλη Τάτση και αυτή του Μαλάμη ενώ για την Λέκουφα  η πηγή του Γκούμανου και το ποτάμι και μεταγενέστερα και το πηγάδι της Μπάγιως.

Αργότερα στον πάνω μαχαλά ο Κίτσο Κώτσης και ο Φώτο Κωτσιφώτος άνοιξαν δύο ακόμη πηγάδια για την εξυπερέτηση των οικογενειών των.

Εδώ πρέπει να αναφέρομε ότι στις αρχές του αιώνα  αρκετοί Γαρδικιώτες μετανάστευσαν στην Αμερική.   Από το αρχείο μας έχομε τους

α.  Ιωάννη Μάνη
β.  Βασίλη  Ρίζο (Κωνσταντίνου) και
γ.  Φίλιππο  Μάλλιο.

Ο Πρώτος εξ’ αυτών μάλιστα έφτασε μέχρι το Παναμά και εργάστηκε στο άνοιγμα της ομώνυμης διώρυγας.
Οι άλλοι δύο εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βοστώνης όπου και εργάστηκαν. Ο Βασίλη Ρίζος επέστρεψε στο χωριό το 1918 ο δε Φίλη Μάλλιος παρέμεινε για πάντα εκεί όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τοι και οι πλησιέστεροι συγγενείς τους οποίους προσκάλεσε μεταγενέστερα.Οι χωριανοί γνώριζαν σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο τους που είχε μεγάλη έκταση.  Για ευκολία τους όπως και σε όλα τα χωριά έδιναν για κάθε μικρή ή μεγάλη έκταση διάφορα τοπωνύμια για τον προσδιορισμό επακριβώς της κάθε περιοχής.  Τα τοπωνύμια του χωριού μας είναι πάρα πολλά και δεν κρίνεται αναγκαίο να τα καταγράψουμε εδώ.  Απλά αναφέρω λίγα να τα επαναφέρω στην μνήμη των χωριανών μας.

Αληκίνη-Κουλούρια-Ράχη του Μάνη- Παλιοπήγαδο-Συναμπέλια-Κεφάλια-Χτένια-Παλιόσπιτα-Σούλη-Γρίβα-Αλίπης-Γκουντουλαμιά-Βρυζαμιές-Κουματσέλη-Πουρνάρι Καπέλου-Γκάζου-Βαρκό-Γκούβαλη-Ρεσούλια-Ρίκια του Διαμάντη  και πάρα πολλά άλλα.